απαθεια

απαθεια
    ἀπάθεια
    ἀ-πάθεια
    ἥ
    1) физ. отсутствие состояния, т.е. бескачественность (sc. τῆς ὕλης Arst.)
    2) отсутствие страданий
    

δι΄ ἀπάθειαν Arst. — безболезненно

    3) нечувствительность, невосприимчивость
    

(Plat.; περί τι Arst.)

    4) филос. бесстрастие, невозмутимость
    

(ἐν ἡδοναῖς καὴ πόνοις Plut.; πάθη καὴ ἀπάθειαι Sext.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "απαθεια" в других словарях:

  • ἀπαθείᾳ — ἀπαθείᾱͅ , ἀπάθεια impassibility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάθεια — impassibility fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απάθεια — η 1. αναλγησία, αναισθησία: Έκανε εντύπωση η απάθειά του στη δυστυχία του αδελφού του. 2. αταραξία: Δεχόταν με απάθεια κάθε ατυχία. 3. (φιλοσ.), η τέλεια υποταγή των παθών στο λόγο: Οι στωικοί κήρυτταν την απάθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • ἀπαθείας — ἀπαθείᾱς , ἀπάθεια impassibility fem acc pl ἀπαθείᾱς , ἀπάθεια impassibility fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαθείαι — ἀπαθείᾱͅ , ἀπάθεια impassibility fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαθειῶν — ἀπάθεια impassibility fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαθείαις — ἀπάθεια impassibility fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάθειαι — ἀπάθεια impassibility fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπάθειαν — ἀπάθεια impassibility fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЕВАГРИЙ ПОНТИЙСКИЙ — [греч. Εὐάϒριος ὁ Ποντικός] (ок. 345, г. Ивора Понтийская (совр. Сев. Турция) ок. 399, пустыня Келлии (Египет)), монах, аскетический писатель, богослов. Жизнь Источники Помимо скудных автобиографических данных, содержащихся в сочинениях Е. П.,… …   Православная энциклопедия


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»